υποχοντριακός — ή, ό, Ν βλ. υποχονδριακός … Dictionary of Greek
υποχονδριακός — ή, ό / ὑποχονδριακός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν [ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
σπληνιάρης, -α, -ικο — 1.αυτός που έχει κάποια πάθηση στη σπλήνα, αυτός που η σπλήνα του έχει διογκωθεί κυρίως από ελονοσία. 2. υποχοντριακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχόντριος — υποχόντριος, α, ο και υποχόνδριος, α, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους πλευρικούς χόντρους. 2. υποχοντριακός (βλ. λ.). 3. (ιατρ.), το ουδ. ως ουσ., υποχόντριο καθεμιά από τις δύο πλάγιες μοίρες της επιγάστριας χώρας που βρίσκονται κάτω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)